Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άξυνος — ἄξυνος, ον (AM) ακοινώνητος, απομονωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξυνός («κοινός, δημόσιος») < ξυν, ιων. κ. αττ. τ. της πρόθ. συν] … Dictionary of Greek
ἄξυνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)